Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

της ώρας

  • 1 часовой

    επ.
    1. ωριαίος, μιας ώρας•

    -ая беседа συνομιλία μιας ώρας.

    2. της μιας ώρας (μετά τα μεσάνυχτα)•

    уехать -ым поездом αναχωρώ με το τρένο της μιας τη νύχτα.

    || της ώρας, με την ώρα•

    часовая оплата πληρωμή με την ώρα.

    εκφρ.
    часовой пояс – η ηλιακή ώρα.
    επ.
    ωρολογιακός, του ωρολογίου•

    часовой механизм ωρολογιακός μηχανισμός•

    -ая стрел--ка ο δείχτης του ωρολογίου.

    -ого α.
    σκοπός, φρουρός, φύλακας.

    Большой русско-греческий словарь > часовой

  • 2 час

    час
    м в разн. знач. ἡ ῶρα:
    который \час? τί ὠρα εἶναι;· двенадцать \часо́в дня τό μεσημέρι· двенадцать \часо́в ночи τά μεσάνυχτα· \час ночи μιά μετά τά μεσάνυχτα· в пять \часо́в утра στίς πέντε ἡ ὠρα τό πρωί· в два \часа дия στίς δύο τό ἀπόγευμα· четверть \часа τό τέταρτον τής ὠρας· три четверти \часа τρία τέταρτα τής ὠρας· целых два \часа разг δυό ὁλόκληρες ὠρες· каждые два \часа κάθε δύο ὠρες· за \час до... μιά ὠρα πρίν...· \час обеда ἡ ὠρα τοῦ φαγητοὔ· \часы отдыха ἡ ὠρα τής ἀνάπαυσης· свободные \часы οἱ ἐλεύθερες ὠρες· \часы работы (занятий) οἱ ὠρες τής ἐργασίας (τών μαθημάτων)· приемные \часώ ἡ ὠρα ἐπίσκεψης· неурочный \час ἡ ἀκατάλληλη ὠρα· опоздать на \час ἀργώ μιά ὠρα· ехать со скоростью сто км в \час τρέχω μέ ταχύτητα ἐκατό χιλιόμετρα τήν ὠρα· ждать \часа́ми περιμένω ὠρες ὁλόκληρες· ◊ битый \час μιαν ὁλόκληρη ὠρα· академический \час ἡ ἀκαδημαϊκή ὠρα· комендантский \час ἡ ἀπαγόρευση τής κυκλοφορίας τή νύχτα· \часы пик οἱ ὠρες τοῦ συνωστισμού· стоять на \часа́х воен. εἶμαι φρουρά, φυλάω σκοπός· с \часу на \час а) (в ближайшее время) ὅπου νάναι, ἀπό στιγμή σέ στιγμή, б) (с каждым часом) ἀπό ὠρα σέ ὠρα, ὁλοένα καί· в добрый \часΙ ὠρα καλή!, στό καλό!· не ровен \час... δέν ξέρεις τί γίνεται.., \час пробил σήμανε ἡ ὠρα· не по дням, а по \часа́м ὄχι μέ τίς ἡμέρες ἀλλα μέ τίς ὠρες· через \час по чайной ложке μέ τό σταγονόμετρο.

    Русско-новогреческий словарь > час

  • 3 минута

    минута ж το λεπτό ( της ώρας)· без двадцати минут три τρεις παρά είκοσι· десять минут пятого τέσσερις και δέκα ◇ сию \минутау αμέσως
    * * *
    ж
    το λεπτό (της ώρας)

    без двадцати́ мину́т три — τρεις παρά είκοσι

    де́сять мину́т пя́того — τέσσερις και δέκα

    ••

    сию́ мину́ту — αμέσως

    Русско-греческий словарь > минута

  • 4 четверть

    четверт||ь
    ж
    1. τό τέταρτο[ν], τό τεταρτημόριο[ν], τό κάρτο:
    \четверть года τό τρίμη-νο[ν], τό ἕνα τέταρτο τοῦ ἔτους· \четверть часа ἔν τέταρτον τής ὠρας, ἕνα κάρτο τής ὠρας· без \четвертьи двенадцать δώδεκα παρά « τέταρτο· \четверть второго μιά καί τέταρτο·
    2. муз. τό τέταρτο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > четверть

  • 5 часовой

    часов||ой I
    прил
    1. (длящийся час, получаемый за час) ὠριαίος, τής ὠρας, ! μιας ὠρας:
    \часовойа́я беседа συζήτηση ἐπί μιαν ῶρα· \часовойая оплата πληρωμή μέ τήν ὠρα·
    2. (относящийся к часам) τοῦ (ώ)ρολογίου:
    \часовойая стрелка ὁ ὠροδείκτης· \часовойо́й механизм ὁ μηχανισμός τοῦ ὠρολο-γιοῦ· \часовой магазин τό ὠρολογοποιεῖον, τό ὠρολογάδικο· \часовой мастер, \часовойых дел мастер ὁ ὠρολογϋς, ὁ ὠρολογοποιός· \часовой завод τό ἐργοστάσιο ὠρολογίων, τό ὠρολογο-ποιεῖο[ν].
    часовой II
    м ὁ σκοπός, ὁ φρουρός, ὁ φύλακας, ὁ φύλαξ.

    Русско-новогреческий словарь > часовой

  • 6 четверть

    θ.
    1. το τέταρτο, το τεταρτημόριο•

    четверть века το τέταρτο του αιώνα, εικοσιπενταετία•

    четверть стоимости το τέταρτο της αξίας•

    четверть яблока το τέταρτο του μήλου•

    четверть часа τέταρτο της ώρας•

    четверть двенадцатого το τέταρτο του δώδεκα.

    2. το τρίμηνο•

    отметка (оценка) за четверть (σχολικός) βαθμός του τρίμηνου•

    первая четверть το πρώτο τρίμηνο.

    3. το τεταρτημόριο διαφόρων ρωσικών μέτρων.
    4. το τέταρτο μουσικής νότας.
    5. το τέταρτο της σελήνης•

    последняя четверть луны το τελευταίο τέταρτο της σελήνης ή η τελευταία φάση.

    Большой русско-греческий словарь > четверть

  • 7 порционный

    επ. παλ. της μερίδας φαγητού. || (για φαγητό) της ώρας, της στιγμής (παρασκευασμένο).

    Большой русско-греческий словарь > порционный

  • 8 иголочка

    θ.
    βελονάκι
    εκφρ.
    с -и – α) (για ένδυμα) από το βελόνι, μόλις το πήρα από το ράφτη (καινούργιο), β) φρέσκος, της ώρας, της στιγμής.

    Большой русско-греческий словарь > иголочка

  • 9 час

    -а, προθτ. в -е κ. в -у, πλθ. часы α.
    η ώρα•

    четверть -а το τέταρτο της ώρας•

    час опоздать на час καθυστερώ (αργώ) μια ώρα•

    ночи μία η ώρα τη νύχτα (μετά τα μεσάνυχτα)•

    который -? τι ώρα είναι; πόσο είναι, η ώρα;•

    встаю в шесть -ов утра σηκώνομαι, στις έ.ξι η ώρα το πρωί•

    после двух -ов полудня μετά τις δύο η ώρα το μεσημέρι•

    ждал я вас три -а σας περίμενα τρεις ώρες•

    учебный час διδακτική (σχολική) ώρα (45)• вечерний час η βραδινή ώρα•

    поздний час περασμένη ώρα (μετά τα μεσάνυχτα)•

    получить -ы в институте παίρνω ώρες (διδασκαλίας) στο Ινστιτούτο•

    час рисования μάθημα (ώρα) ιχνογραφίας•

    -ы отдыха ώρες ανάπαυσης•

    обеденный час ώρα φαγητού.

    || χρόνος•

    час мщения ώρα εκδίκησης•

    настал час ήρθε η ώρα.

    || η σκοπιά, η φρουρά•

    стоять на -эх φυλάγω σκοπιά•

    поставить на -ы βάζω, τοποθετώ σκοπούς.

    || (εκκλσ.) οι ώρες ψαλμού ή δεήσεων οι ψαλμοί.
    εκφρ.
    в добрый час – (ευχή) ώρα καλή•
    последний ή смертный час – η τελευταία ώρα, η ώρα του θανάτου, της εκπνοής•
    час в час – ακριβώς στην ώρα•
    час от -у – από ώρα σε ώρα (βαθμιαία)•
    в свой час – στην ώρα του, στον καιρό του•
    до этого (сего) -а – ως τώρα, ως αυτή την ώρα•
    по -ам – κατά (καθορισμένες) ώρες•
    с -у на час – α) από ώρα σε ώρα, β) από στιγμή σε στιγμή, οσονούπω•
    сей жеβλ. сейчас• тем -ом σύγχρονα, ταυτόχρονα•
    тот же часβλ. тотчас.

    Большой русско-греческий словарь > час

  • 10 четверть

    четверть ж το τέταρτο; \четверть
    * * *
    ж
    το τέταρτο

    че́тверть ча́са — ένα τέταρτο της ώρας

    че́тверть пя́того — είναι τέσσερις και τέταρτο

    без че́тверти де́сять — είναι δέκα παρά τέταρτο

    Русско-греческий словарь > четверть

  • 11 порционный

    порционный
    прил (о блюде) φαγητό κατά παραγγελίαν, φαγητό τής ὠρας.

    Русско-новогреческий словарь > порционный

  • 12 часовой

    [τσισαβόϊ] επ. της ώρας, των ρολογιών

    Русско-греческий новый словарь > часовой

  • 13 часовой

    [τσισαβόϊ] επ της ώρας, των ρολογιών

    Русско-эллинский словарь > часовой

  • 14 времяпрепровождение

    ουδ.
    το πέρασμα του χρόνου, του καιρού, της ώρας•

    скучное -ανιαρό πέρασμα του χρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > времяпрепровождение

  • 15 минута

    θ.
    1. (πρώτο) λεπτό της ώρας•

    он придёт через пять -ут αυτός θα έρθει μετά από πέντε λεπτά•

    сию -у αυτό το λεπτό, αμέσως, πάραυτα•

    подождите -у περιμένετε ένα λεπτό•

    с -ы на -у από λεπτό σε λεπτό.

    2. η στιγμή•

    роковая минута μοιραία στιγμή•

    решительная минута αποφασιστική στιγμή•

    в первую -у он поколебался στην αρχή αυτός ταλαντεύτηκε•

    в данную -у στη δοσμένη στιγμή•

    на -у (για) μια στιγμή, ένα λεπτό•

    настоящая минута αυτή η στιγμή•

    в ту же -у; в ту самую -у την ίδια στιγμή•

    в свободную -у όταν θα είμαι ελεύθερος (δε θα είμαι απασχολημένος).

    3. επίρ. -ами πότε-πότε, κάποτε-κάποτε, που και που.
    4. η οξεία (´) ως υποδιαίρεση.
    εκφρ.
    в одну -у – την ίδια στιγμή, αυτοστιγμεί•
    в -у – στο λεπτό, αμέσως• (одну) -у ένα λεπτό (παράκληση αναμονής)•
    в добрую -у – στα καλά του, στην καλή του (σε ήρεμη κατάσταση)•
    - у внимания – ένα λεπτό προσοχή (παράκληση)•
    без пяти -ут – στα πρόθυρα, πολύ κοντά•
    без пяти -ут инженер – οσονούπω θα γίνει μηχανικός•
    как одна минута (пройти, пролететь) – πολύ γρήγορα (όπως περνά ένα λεπτό).

    Большой русско-греческий словарь > минута

  • 16 поминутно

    επίρ.
    κάθε λεπτό (της ώρας).

    Большой русско-греческий словарь > поминутно

  • 17 седьмой

    επ. (αριθμ. τακτικό)• έβδομος• ο, η, το εφτά•

    - ое ή -ого ноября η εφτά του Ηοέμβρη•

    глава -ая κεφάλαιο έβδομο•

    седьмой номер ο έβδομος αριθμός, το εφτά νούμερο•

    две -ых τα δύο έβδομα•

    четверть -ого εξ και τέταρτο της ώρας.

    Большой русско-греческий словарь > седьмой

  • 18 секунда

    θ.
    1. δευτερόλεπτο της ώρας ή μοίρας.
    2. (μουσ.) το διάστημα μεταξύ δυο φθόγγων. || (μουσ.) το σεγκόντο.
    εκφρ.
    в (одну) -у – στο λεπτό, σ ένα λεπτό•
    секунда в -у – α) κατά δευτερόλεπτο, β) στο δευτερόλεπτο (αμέσως, πάραυτα)•
    одну -у – (περίμενε) ένα δευτερόλεπτο.

    Большой русско-греческий словарь > секунда

  • 19 горе

    гор||е
    с
    1. ἡ λύπη, ἡ θλίψη [-ις], ἡ πίκρα, ὁ καημός, ὁ πόνος, ἡ δυστυχία:
    причинить кому-л, \горе φέρνω μεγάλη στενοχώρια σέ κάποιον удрученный \гореем κατα-λυπημένος, τεθλιμμένος, συντριμμένος ἀπ' τή συμφορά· с \горея ἀπό τόν καημό· к моему́ \горею или на мое \горе προς δυστυχίαν μου, δυστυχώς γιά μένα, γιά τήν κακή μου τύχη· \горе в том, что... τό κακό εἶναι πώς...·
    2. (в сложи, сущ.) ирон.:
    \горе-ры-боло́в ψαράς τῆς κακίας ὠρας· ◊ \горе мыкать κακοτυχώ, κακοπαθαίνω· ему́ и \горея мало разг δέν τόν μέλλει γιά τίποτε· \горе мне с ней разг βρήκα τό μπελά μου μαζί της· с \гореем пополам разг ὅπως-δπως, κουτσάστραβά· слезами \горею не поможешь погов. μέ τά δάκρυα δέ σώζεσαι.

    Русско-новогреческий словарь > горе

  • 20 богомаз

    α.
    εικονογράφος, αγιογράφος. || ειρν. αδέξιος εικονογράφος, της κακής ώρας.

    Большой русско-греческий словарь > богомаз

См. также в других словарях:

  • ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… …   Dictionary of Greek

  • λεπτό — Υποδιαίρεση μονάδων μέτρησης (βλ. λ. μέτρηση και μέτρο). 1. Χρονική μονάδα ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας. 2. Μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. 3. Νομισματική μονάδα, ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ. * * * και λεφτό, το… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • τέταρτος — η, ο / τέταρτος, άρτη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε… …   Dictionary of Greek

  • συντεταγμένες γεωγραφικές — Για τον ακριβή προσδιορισμό οποιουδήποτε σημείου πάνω στη Γη, καταφεύγουμε σ’ ένα ιδιαίτερο σύστημα συντεταγμένων, οι οποίες συνίστανται από το πλάτος και το μήκος και έχουν ως βασική αναφορά τον Ισημερινό και τον πρωτεύοντα ή αρχικό μεσημβρινό.… …   Dictionary of Greek

  • ωριαία σήματα — Σήματα για τη μετάδοση της ακριβούς ώρας, ιδιαίτερα στους ναυτικούς και τους γεωδαίτες καθώς και στα επιστημονικά κέντρα και γενικά σε αυτούς που έχουν ανάγκη του ακριβούς χρόνου. Εκπέμπονται κάθε μία ώρα ή σε ορισμένες ώρες της ημέρας και της… …   Dictionary of Greek

  • έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • Κρεμλίνο — (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ.… …   Dictionary of Greek

  • φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες …   Dictionary of Greek

  • εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»